- εξαλβανίζω
- 1. μεταβάλλω βαθμιαία ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Αλβανούς, ως προς τη γλώσσα, την εθνική συνείδηση κ.λπ.2. μεταβάλλω κάτι και τό καθιστώ αλβανικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αλβανίζω < Αλβανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Ιω. Περβάνογλου].
Dictionary of Greek. 2013.